- ἁμάρτῃ
- ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)aor subj mp 2nd sgἁμαρτάνωAcut. (Sp.)aor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… … Dictionary of Greek
ἁμαρτῆ — together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτή — ἁμαρτῆ together epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτῇ — ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάρτη — ἁ̱μάρτη , ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτῆι — ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμάρτηι — ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… … Dictionary of Greek
αμαρτήδην — ἁμαρτήδην επίρρ. (Μ) αμαρτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτῇ + παραγ. κατάλ. επίρρ. δην] … Dictionary of Greek
ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… … Dictionary of Greek